ὁπόθι
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
English (LSJ)
Ep. ὁππόθι as always in Hom., poet. Adv., correl. to
A πόθι, ὁππόθι πιότατον πεδίον...ἔνθα.. τέμενος ἑλέσθαι Il.9.577; ὁπόθι θάνατος ἀπῇ (or ἐπῇ) A.Supp.124 (lyr.), as corrected.
2 used in indirect questions, like the Prose ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ' ὄλωλεν Od.3.89; v. ὅθι.
German (Pape)
[Seite 361] ep. ὁππόθι, correl. zu πόθι, poet. = ὅπου, relativ u. indirect fragend, wo, woselbst; Il. 9, 577 Od. 3, 89, wo ι elidirt ist; ὁπόθι θάνατος ἀπῇ, Aesch. Suppl. 117; sp. D.
French (Bailly abrégé)
épq. ὁππόθι;
adv. relat.
là où, en quel endroit.
Étymologie: ὁποῦ, -θι.
Russian (Dvoretsky)
ὁπόθῐ: эп. ὁππόθι adv. relat. где бы ни, где только, где именно: ὁ. πιότατον πεδίον Hom. где только почва была наиболее плодородна; οὔ τις δύναται εἰπέμεν, ὁ. ὄλωλεν Hom. никто не может сказать, где именно погиб (Одиссей).
Greek (Liddell-Scott)
ὁπόθῐ: Ἐπικ. ὁππόθι ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., ποιητ. ἐπίρρ., συσχετικὸν τοῦ πόθι, ὁππόθι πιότατον πεδίον.. ἔνθα.. τέμενος ἑλέσθαι Ἰλ. Ι. 577· ὁπόθι θάνατος ἀπῇ (ἢ ἐπῇ) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 124, ἐκ διορθώσεως. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως ὡς παρὰ τοῖς πεζογράφοις τὸ ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ’ ὄλωλεν Ὀδ. Γ. 89· ― ἴδε ἐν λ. ὄθι.
Greek Monolingual
ὁπόθι και επικ. τ. ὁππόθι (Α)
(ποιητ. τ.) επίρρ.
1. (σε πλάγ. ερώτ.) σε ποιο μέρος, πού («ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ' ὤλωλεν», Ομ. Οδ.)
2. (αναφ.) εκεί που, όπου («ὁππόθι πιότατον πεδίον... ἔνθα... τέμενος ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό επίρρ. ὁπόθι έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. πόθι (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος, ὅπως < πῶς κ.λπ.)].
Greek Monotonic
ὁπόθῐ: Επικ. ὁππόθι, επίρρ. συσχετικό προς το πόθι,
I. πού, σε Ομήρ. Ιλ.
II. σε πλάγιες ερωτήσεις, εἰπέμεν ὁππόθ' ὄλωλεν, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
1. correlative to πόθι, where, Il.
2. in indirect questions, εἰπέμεν ὁππόθ' ὄλωλεν Od.