ὑλακτητής

From LSJ

τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλακτητής Medium diacritics: ὑλακτητής Low diacritics: υλακτητής Capitals: ΥΛΑΚΤΗΤΗΣ
Transliteration A: hylaktētḗs Transliteration B: hylaktētēs Transliteration C: ylaktitis Beta Code: u(lakthth/s

English (LSJ)

ὑλακτητοῦ, ὁ, a barker, θεῖον ὑλακτητὴν δήμου κύνα, of Heraclitus, AP7.479 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 1176] ὁ, der Beller, Kläffer, Theodorids 18 (VII, 479).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
aboyeur.
Étymologie: ὑλακτέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑλακτητής: οῦ (ῠ) ὁ «лаятель», брехун Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλακτητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑλακτῶν, γαυγύζων, Ἀνθ. Π. 7. 479· ὑλάκτης, ὁ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1100.

Greek Monolingual

ὁ, Α ὑλακτῶ
αυτός που γαβγίζει.

Greek Monotonic

ὑλακτητής: -οῦ, ὁ, αυτός που γαυγίζει, κράχτης, διαλαλητής, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑλακτητής, οῦ, ὁ, [from ὑ˘λακτέω]
a barker, Anth.