ὑπέραισχρος

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέραισχρος Medium diacritics: ὑπέραισχρος Low diacritics: υπέραισχρος Capitals: ΥΠΕΡΑΙΣΧΡΟΣ
Transliteration A: hypéraischros Transliteration B: hyperaischros Transliteration C: yperaischros Beta Code: u(pe/raisxros

English (LSJ)

ὑπέραισχρον, exceedingly foul or ugly, X.Cyr.2.2.28, Plu.2.632a (quoting X. l. c.).

German (Pape)

[Seite 1190] übermäßig schändlich od. häßlich, Xen. Cyr. 2, 2, 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement laid ou honteux.
Étymologie: ὑπέρ, αἰσχρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέραισχρος: чрезвычайно безобразный, отвратительный (ἀνήρ Xen., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέραισχρος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν αἰσχρὸς ἢ ἄσχημος Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28, Πλούτ. 2. 632Α.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ αἰσχρός
πάρα πολύ αισχρός, ανήθικος («ὑπέραισχρον καὶ μιαρόν», Φώτ.)
αρχ.
πάρα πολύ άσχημος («ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον», Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑπέραισχρος: -ον, υπερβολικά αισχρός ή άσχημος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπέρ-αισχρος, ον,
exceeding foul or ugly, Xen.