ὑπέραισχρος

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέραισχρος Medium diacritics: ὑπέραισχρος Low diacritics: υπέραισχρος Capitals: ΥΠΕΡΑΙΣΧΡΟΣ
Transliteration A: hypéraischros Transliteration B: hyperaischros Transliteration C: yperaischros Beta Code: u(pe/raisxros

English (LSJ)

ὑπέραισχρον, exceedingly foul or ugly, X.Cyr.2.2.28, Plu.2.632a (quoting X. l. c.).

German (Pape)

[Seite 1190] übermäßig schändlich od. häßlich, Xen. Cyr. 2, 2, 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement laid ou honteux.
Étymologie: ὑπέρ, αἰσχρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέραισχρος: чрезвычайно безобразный, отвратительный (ἀνήρ Xen., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέραισχρος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν αἰσχρὸς ἢ ἄσχημος Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28, Πλούτ. 2. 632Α.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ αἰσχρός
πάρα πολύ αισχρός, ανήθικος («ὑπέραισχρον καὶ μιαρόν», Φώτ.)
αρχ.
πάρα πολύ άσχημος («ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον», Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑπέραισχρος: -ον, υπερβολικά αισχρός ή άσχημος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπέρ-αισχρος, ον,
exceeding foul or ugly, Xen.