ὑπαείδω
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
German (Pape)
[Seite 1180] p. = ὑπᾴδω; Callim. Del. 304; ὑπήεισαν 242.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ὑπᾴδω.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. ὑπᾴδω.
Greek Monotonic
ὑπαείδω: συνηρ. -ᾴδω· αόρ. αʹ ὕπ-ᾳσα· τραγουδώ συνοδευτικά, σε τμήση, Λίνον δ' ὑπὸ καλὸν ἄειδε, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπαείδω μέλος, σε Αριστοφ.· ὑπαείδω τινί, συνοδεύω με την φωνή, στον ίδ.
Middle Liddell
contr. -ᾴδω aor1 ὕπ-ᾳσα
to sing by way of accompaniment, in tmesi, Λίνον δ' ὑπὸ καλὸν ἄειδεν Il.; ὑπ. μέλος Ar.; ὑπ. τινί to accompany with the voice, Ar.