ὑπᾴδω
English (LSJ)
sing by way of accompaniment, Λίνον δ' ὑπὸ καλὸν ἄειδε (sc. τῇ φόρμιγγι) Il.18.570; ἡ δ' ὑπὸ καλὸν ἄεισε (sc. ἡ νευρή) Od.21.411; ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσατε Ar.Ra.874; without acc., to accompany with the voice, χοροῖσι ib.366; τινι Luc.Salt.30; in poet. form ὑπαείδω, aor. ὑπήεισαν Call.Dian.242; ὑ. νόμον Id.Del.304. [The a of ὑπαείδω used long by Call.Del. l. c.]
German (Pape)
[Seite 1180] dazu, dabei singen; κυκλίοισι χοροῖσιν ὑπᾴδων Ar. Ran. 366; ὑπᾴσατε 873; Luc. salt. 20; – leise singen.
French (Bailly abrégé)
chanter pour accompagner.
Étymologie: ὑπό, ἀείδω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾴδω: эп. ὑπαείδω (у Hom. in tmesi)
1 сопровождать голосом, подпевать (sc. τῆ φόρμιγγι Hom.; χοροῖσι Arph.);
2 запевать: ὑμεῖς δὲ ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσατε Arph. вы же запойте в честь Муз какую-л. песнь.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾴδω: συνοδεύω δι’ ᾄσματος, ᾄδω ἐν συμφωνίᾳ πρὸς μουσικὸν ὄργανον, Λίνον δ’ ὑπὸ καλὸν ἄειδεν (δηλ. τῇ φόρμιγγι) Ἰλ. Σ. 570· ἡ δ’ ὑπὸ καλὸν ἄειδε (δηλ. ἡ νευρὴ) Ὀδ. Φ. 411· ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσετε Ἀριστοφ. Βάτρ. 874· καὶ ἄνευ αἰτιατ., συνοδεύω διὰ τῆς φωνῆς, χοροῖσι αὐτόθι 366· τινὶ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 30· οὕτως ἐν τῷ ποιητικ. τύπῳ, ὑπαείδω, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 242. εἰς Δῆλ. 304. [Τὸ α τοῦ ὑπαείδω κεῖται ὡς μακρὸν ἐν ἄρσει παρὰ Καλλ. εἰς Δῆλ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. ὑπαείδω Α
1. τραγουδώ συνοδεύοντας ένα μουσικό όργανο
2. συνοδεύω με τη φωνή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»].