ὑπεκλαμβάνω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκλαμβάνω Medium diacritics: ὑπεκλαμβάνω Low diacritics: υπεκλαμβάνω Capitals: ΥΠΕΚΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: hypeklambánō Transliteration B: hypeklambanō Transliteration C: ypeklamvano Beta Code: u(peklamba/nw

English (LSJ)

carry off underhand, ἔσω δόμων E.HF997.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. λαμβάνω), heimlich weg- und aufnehmen, εἴσω δόμων νιν ὑπεκλαβοῦσα Eur. Herc. F. 997.

French (Bailly abrégé)

emporter secrètement.
Étymologie: ὑπό, ἐκλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκλαμβάνω: тайком увлекать, незаметно уводить (τινὰ εἴσω δόμων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκλαμβάνω: λαμβάνω λάθρᾳ, ἀλλὰ φθάνει νιν ἡ τάλαιν’ εἴσω δόμων μήτηρ ὑπεκλαβοῦσα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 997.

Greek Monolingual

Α
παίρνω και βγάζω έξω κάτι κρυφά («ἀλλὰ φθάνει νιν ἡ τάλαιν' εἴσω δόμων μήτηρ ὑπεκλαβοῦσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκλαμβάνω «παίρνω κάτι από κάποιον, αρπάζω»].

Greek Monotonic

ὑπεκλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, κερδίζω λαθραία, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to carry off underhand, Eur.