ὑπεκλαμβάνω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
carry off underhand, ἔσω δόμων E.HF997.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. λαμβάνω), heimlich weg- und aufnehmen, εἴσω δόμων νιν ὑπεκλαβοῦσα Eur. Herc. F. 997.
French (Bailly abrégé)
emporter secrètement.
Étymologie: ὑπό, ἐκλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκλαμβάνω: тайком увлекать, незаметно уводить (τινὰ εἴσω δόμων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκλαμβάνω: λαμβάνω λάθρᾳ, ἀλλὰ φθάνει νιν ἡ τάλαιν’ εἴσω δόμων μήτηρ ὑπεκλαβοῦσα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 997.
Greek Monolingual
Α
παίρνω και βγάζω έξω κάτι κρυφά («ἀλλὰ φθάνει νιν ἡ τάλαιν' εἴσω δόμων μήτηρ ὑπεκλαβοῦσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκλαμβάνω «παίρνω κάτι από κάποιον, αρπάζω»].
Greek Monotonic
ὑπεκλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, κερδίζω λαθραία, σε Ευρ.