ὑπεραποκρίνομαι

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραποκρίνομαι Medium diacritics: ὑπεραποκρίνομαι Low diacritics: υπεραποκρίνομαι Capitals: ΥΠΕΡΑΠΟΚΡΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperapokrínomai Transliteration B: hyperapokrinomai Transliteration C: yperapokrinomai Beta Code: u(perapokri/nomai

English (LSJ)

[ῑ], Med., answer for one, defend him, τινος Ar.V.951, Th.186.

German (Pape)

[Seite 1191] antworten für Jem., ihn vertheidigen, τινός, Ar. Vesp. 951 Th. 186.

French (Bailly abrégé)

répondre pour, prendre la défense de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἀποκρίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραποκρίνομαι: (ρῑ) говорить в (чью-л.) защиту или пользу: ὑ. τινος Arph. заступаться за кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραποκρίνομαι: [ῑ] μέσ., ἀποκρίνομαι ὑπέρ τινος, ὑπερασπίζω τινά, χαλεπόν... διαβεβλημένου ὑπεραποκρίνεσθαι κυνὸς Ἀριστοφ. Σφ. 951, Θεσμ. 186.

Greek Monolingual

Α
αποκρίνομαι υποστηρίζοντας κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀποκρίνομαι «απαντώ, υπερασπίζομαι»].

Greek Monotonic

ὑπεραποκρίνομαι: [ῑ], Μέσ., απαντώ για λογαριασμό κάποιου, τον υπερασπίζομαι, τινος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


Mid. to answer for one, defend him, τινος Ar.