ὑπομάσθιος
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
ὑπομάσθιον, (μασθός) = ὑπομάζιος, Conon 44, LXX 3 Ma.3.27, J. BJ6.3.4. (ὑπομάσθιος cod. R, ὑπομαστιαίος cod. A, LXX l. c.; ὑπομάστιος and ὑπομάζιος vv.ll. in J. l. c.; ὑπομάζιον v.l. in Conon l. c.: ὑπομάστιος occurs in IG12(7).53.6 (Amorgos, iii A. D.).)
German (Pape)
[Seite 1225] = ὑπομάζιος, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομάσθιος: -ον, (μασθὸς) = ὑπομάζιος, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 27), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 3, 4· - ὡσαύτως ὑπομασθίδιος, ον, Νικήτ. Περὶ τοῦ τύπου ὑπομασθ- ἢ ὑπομαστ-, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 556 κἑξ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
βλ. ὑπομάστιος.