ὑπόζωσμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, later form for ὑπόζωμα ΙΙ, Plu.Rom.7.
German (Pape)
[Seite 1217] τό, = ὑπόζωμα, Plut. Rom. 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ὑπόζωμα.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόζωσμα: ατος τό обруч, скрепа (χαλκᾶ ὑποζώσματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόζωσμα: τό, ἧττον Ἀττ. τύπος ἀντὶ ὑπόζωμα (ΙΙ), Πλουτ. Ρωμ. 7.
Greek Monolingual
τὸ, Α ὑποζώννυμι
1. ναυτ. το υπόζωμα
2. στον πληθ. τὰ ὑποζώσματα
τα εσώρουχα.
Greek Monotonic
ὑπόζωσμα: -ατος, τό, σπάνιος Αττ. τύπος αντί ὑπόζωμα II, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑπόζωσμα, ατος, τό, less Attic form for ὑπόζωμα (II ), Plut.]