ὑφηγεμών
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
Dor. ὑφαγεμών, όνος, ὁ, = ἡγεμών, AP12.56 (Mel.).
German (Pape)
όνος, ὁ, Unteranführer, überhaupt = ἡγεμών, Mel. 11 (XII.56).
Russian (Dvoretsky)
ὑφηγεμών: дор. ὑφᾱγεμών, όνος ὁ вождь, руководитель Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφηγεμών: -όνος, ὁ, = ἡγεμών, Ἀνθ. Π. 12. 56.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὑφαγεμών, -όνος, ὁ, Α ὑφηγοῦμαι
οδηγός («ἃ... κοινὸν Ἔρωτα νέων θρέψειν ὑφαγεμόνα», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ὑφηγεμών: -όνος, ὁ, = ἡγεμών, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑφ-ηγεμών, όνος, ὁ, = ἡγεμών, Anth.]