ὠνήτωρ
From LSJ
Full diacritics: ὠνήτωρ | Medium diacritics: ὠνήτωρ | Low diacritics: ωνήτωρ | Capitals: ΩΝΗΤΩΡ |
Transliteration A: ōnḗtōr | Transliteration B: ōnētōr | Transliteration C: onitor | Beta Code: w)nh/twr |
-ορος, ὁ, later form of ὠνητής, ὀπωρῶν ὠνήτωρ οἱ ἀγοραῖοι, σὺ δὲ ὀπωρώνης λέγε Thom.Mag.p.258R.
ὠνήτωρ: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ὠνητής, ὠν. ὁπωρῶν, = ὀπωρώνης, Θωμ. Μάγιστρ. 653.
-ορος, ὁ, Μ
ὠνητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνοῦμαι + επίθημα -τωρ].