ῥηκτός
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
ῥηκτή, ῥηκτόν, that can be broken or rent, penetrable, [ἀνὴρ]... χαλκῷ τε ῥηκτὸς μεγάλοισι τε χερμαδίοισιν Il.13.323.
German (Pape)
[Seite 840] zerrissen, zerbrochen, zerspaltet, zerplatzt, zu zerreißen; χαλκῷ ῥηκτός, d. i. verwundbar, Il. 13, 323.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut être rompu, brisé, déchiré.
Étymologie: adj. verb. de ῥήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ῥηκτός: [adj. verb. к ῥήγνυμι уязвимый (χαλκῷ ῥ. Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥηκτός: -ή, -όν, (ῥήγνυμι) ὃν δύναταί τις νὰ διαρρήξῃ, συντρίψῃ, εὐδιάρρηκτος, ἐπὶ ἀνδρὸς θνητοῦ, ὃς ..., χαλκῷ τε ῥηκτὸς μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν Ἰλ. Ν. 323.
English (Autenrieth)
(ϝρήγνῦμι): breakable, penetrable, vulnerable, Il. 13.323†.
Greek Monotonic
ῥηκτός: -ή, -όν (ῥήγνυμι), αυτός που μπορεί κανείς να σπάσει ή να συντρίψει, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ῥηκτός, ή, όν ῥήγνυμι
that can be broken or rent, penetrable, Il.