διακυκάω

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακῠκάω Medium diacritics: διακυκάω Low diacritics: διακυκάω Capitals: ΔΙΑΚΥΚΑΩ
Transliteration A: diakykáō Transliteration B: diakykaō Transliteration C: diakykao Beta Code: diakuka/w

English (LSJ)

mix one with another, jumble, ἄνω καὶ κάτω δ. D.18.111, cf. Agath.5.5:—Pass., Id.4.17.

Spanish (DGE)

1 revolver, mezclar en desorden (λόγοι) οὓς οὗτος ἄνω καὶ κάτω διακυκῶν ἔλεγε D.18.111, cf. Cyr.Al.Nest.3.1 (p.57.38), στροβίλων διακυκώντων τὸ πέλαγος Thdt.M.83.745B, cf. Agath.5.5.1, τί τοίνυν διακυκῶν οὐ παύεται τὸν ὀρθὸν ... τῆς πίστεως λόγον; Cyr.Al.Apol.Thdt.5 (p.127.19), cf. Gr.Nyss.Eun.1.140, Hsch.
2 alterar, revolucionar, sembrar el desorden o la confusión en o entre τὸν σύλλογον Thdt.Ep.Sirm.141.38, τὰ πάντα ... ὁ Σατανᾶς Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.5 (p.10.20), en v. pas. ὥστε τοὺς πολεμίους διακυκηθῆναι Agath.4.17.7.

German (Pape)

[Seite 585] durcheinander mengen, verwirren, λόγους, Dem. 18, 111.

French (Bailly abrégé)

διακυκῶ :
brouiller, confondre.
Étymologie: διά, κυκάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κυκάω in wanorde brengen, door elkaar gooien.

Russian (Dvoretsky)

διακῠκάω: перемешивать, перепутывать (λόγους ἄνω καὶ κάτω Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

διακῠκάω: ἀναμιγνύω τι μετά τινος, ἀναταράττω, ἄνω καὶ κάτω δ. Δημ. 263. 19.

Greek Monotonic

διακῠκάω: αναμειγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατεύω, σε Δημ.

Middle Liddell

to mix one with another, jumble, Dem.