arbeidsintensief
From LSJ
Dutch > Greek
γυιοβαρής, δυήπαθος, δυσδιάθετος, δυσδιαίτητος, δύσεργος, δύσκολος, δυσμάχανος, δύσμαχος, δυσμήχανος, δυσπαρακόμιστος, δυσπέμφελος, δυσπέρατος, δυσπετής, δυστράπελος, δυσχερής, ἔγκοπος, ἔμμοχθος, ἐπίπονος, καματηρός, κοπιαρός, κοπιώδης, κοπώδης, περισκελής, πραγματώδης, χαλεπός