Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
disaster: P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, σφάλμα, τό, P. ἀτύχημα, τό, ἀτυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, πταῖσμα, τό.
catastrophe, es. f. :: 大改變。倒塌