charlatanería
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Spanish > Greek
ἀδολεσχία, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, βαναυσία, βατταρισμός, βόμβημα, βομβύκιον, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, γοητεία, διαλογισμός, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀδόλεσχον, τὸ ἀδολεσχικόν, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών