forsake
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
quit: P. and V. λείπω, λείπειν, ἀπολείπω, ἀπολείπειν, ἐκλείπω, ἐκλείπειν, καταλείπω, καταλείπειν, προλείπω, προλείπειν, ἀμείβειν (Plato but rare P.). V. ἐξαμείβειν, ἐκλιμπάνειν.
relinquish: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), μεθιέναι, Ar. and V. μεθίεσθαι (gen.), V. διαμεθιέναι.
leave in the lurch: P. and V. λείπω, λείπειν, καταλείπω, καταλείπειν, προλείπω, προλείπειν, προδιδόναι, ἐρημοῦν, Ar. and P. προϊέναι (or mid.).
leave empty: P. and V. ἐρημοῦν, κενοῦν.