Άδωνις

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source

Greek Monolingual

ο (Α Ἄδωνις, -ιδος)
θεός της αρχαιότητας, ονομαστός για την ομορφιά του
νεοελλ.
ο υπερβολικά όμορφος νέος
αρχ.
1. (γενικά) προσφιλής, αγαπημένος
2. φρ. «Ἀδώνιδος κῆποι», φυτά που καλλιεργούνταν σε γλάστρες πήλινες (συνήθως αχρηστευμένα πήλινα δοχεία) για τη γιορτή τών Αδωνίων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. Είναι σημιτικό όνομα (και εβραϊκά ᾱdōn) ή παράγωγο του ἁδεῖν, ἁνδάνω.
ΠΑΡ. ἀδώνιος
αρχ.
ἀδωνιακός].