Κάρνειος
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
ὁ, (κάρνος = ram) Carneus, Karneios, title of Apollo in Peloponnesus, Pi.P.5.80, Call.Ap.71, etc.:—hence Κάρνεια, τά, (Κάρνεα metri gr., Theoc.5.83) Carneia, festival held in his honour by Dorians, esp. by the Spartans, Hdt. 7.206, Th.5.75, SIG735.25 (Argos, i B.C.), etc.; τὰ Κ. νικᾶν Ath.14.635e; πανηγυρίζειν Plu.2.873e:—Κάρνειος or Καρνήϊος, ὁ (sc. μήν), name of month in which the festival was held, E.Alc.449 (lyr.), Th. 5.54, cf. IG4.1485 (Epid.), GDI5009 (Crete), etc.; Κάρνειαι θυσίαι = at Argos, IG4.620.
Greek Monolingual
Κάρνειος και Καρνεῖος, -ον (Α) κάρνος)
1. το αρσ. ως ουσ. Κάρνειος
α) επίκληση του Απόλλωνος, κυρίως σε δωρικές πόλεις
β) Καρνείος και Καρνήιος (ενν. μην)
ονομ. μήνα σε πολλές ελληνικές πόλεις, ο αττικός μήνας Μεταγειτνιών, κατά τον οποίο γινόταν η εορτή τών Καρνείων
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κάρνεια και Κάρνεα
(στους Δωριείς και ιδίως στους Σπαρτιάτες) γιορτή με αγώνες προς τιμήν του Απόλλωνος Καρνείου.