Λύκαιον
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
French (Bailly abrégé)
ου (τά) :
le sanctuaire d'Apollon du Lycée.
Étymologie: v. Λύκαιος.
Greek Monolingual
Λύκαιον, τὸ (Α) λύκος
1. ονομασία όρους στην Αρκαδία, σήμερα κν. Διαφόρτι
2. ναός του Λυκαίου Διός στο Λύκαιον όρος.
Russian (Dvoretsky)
Λύκαιον: (ῠ) τό Ликей
1 гора в юго-зап. Аркадии на границе с Мессенией, посвященная Зевсу и Пану Thuc.;
2 храм Зевсу Ликейскому Plut.