μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
-η, -ο (AM ἄπεφθος, -ον)
(για χρυσό ή ασήμι) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, καθαρός, γνήσιος
αρχ.
καλοβρασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αφέψω «βράζω καλά». Ο τ. άπεφθος αντί άφεφθος με ανομοίωση].