άστατος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄστατος, -ον) ίστημι
1. αυτός που διαρκώς κινείται
2. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («ἄστατος καιρός, χαρακτήρας τύχη», «τὸ τῆς τύχης ἄστατον»)
αρχ.
1. ο ασαφής («ἄστατος θεωρία»)
2. εκείνος που εμποδίζει κάποιον να σταθεί όρθιος («ἄστατος τόνος» ή «ἄστατον πάθος»)
3. ο αστάθμητος.