έκχυση

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔκχυσις)
χύσιμο προς τα έξω, ξεχύσιμο
νεοελλ.
1. εκροή, έκρυση, εκβολή (ποταμού)
2. μτφ. διάχυση, περιπαθής εκδήλωση
μσν.
(για ευεργέτημα) προσφορά, παροχή
αρχ.
1. χύσιμο αίματος
2. οχετός
3. (για πύον) διάχυση.