ένθεμα

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

το (AM ἔνθεμα) εντίθημι
1. το αποτέλεσμα του ενθέτω
2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι
νεοελλ.
κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή το επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη
αρχ.
1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα
2. στολίδι, κόσμημα («ἐνθέματι τραχήλων σου», ΠΔ)
3. δεξαμενή, αποθήκη νερού.