ένθετος

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνθετος, -ον) εντίθημι
αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου
νεοελλ.
1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» — οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές»
2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια» — τεχνητά δόντια που εμβάλλονται και στερεώνονται στις διατηρούμενες ρίζες κατεστραμμένων δοντιών
3. (οδοντ.) το ουδ. ως ουσ. το ένθετο(ν)
χυτό μεταλλικό σφράγισμα που τοποθετείται μέσα στην οδοντική κοιλότητα, για να τήν εμφράξει και να αποκατασταθεί έτσι η ανατομική μορφή του δοντιού
4. το ουδ. ως ουσ. (γραφικές τεχν.) το ένθετο(ν)
εικόνα παρένθετη σε βιβλίο, εκτός κειμένου, όρτεξτ
μσν.
δεκτός
αρχ.
1. (για δέντρα) μπολιασμένος
2. εμβόλιμος.