αγέλη

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η (Α ἀγέλη)
1. πλήθος ομοειδών ζώων που ζουν και βόσκουν μαζί, κοπάδι
αρχικά λεγόταν κυρίως για τα βόδια και τις αγελάδες, αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα ζώα (άλογα, κατσίκες, πρόβατα κ.λ.π.)
2. κάθε πλήθος, ομάδα
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που κινούνται και ενεργούν χωρίς τάξη, «μπουλούκι»
2. ομάδα προσκόπων ηλικίας οκτώ έως έντεκα ετών, της οποίας τα μέλη ονομάζονται «λυκόπουλα»
αρχ.
πληθώρα, συσσώρευση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω, με επίθημα -λ. Επίθημα -l εμφανίζεται επίσης στη Λατινική, π.χ. agilis (= ζωηρός, γρήγορος), agolam (= αγκλίτσα).
ΠΑΡ. ἀγεληδόν
αρχ.
ἀγελάζομαι, ἀγελαῖος, ἀγέληθεν, ἀγελικός
μσν.
ἀγελάς
νεοελλ.
αγελάδα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγέλαρχος, ἀγελάτης, ἀγελοκόμος
νεοελλ.
αγεληλάτης, αγελόβιος, αγελόμαντρα.