αγκίστρωμα
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek Monolingual
το αγκιστρώνω
1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι
2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι
3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα.