Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδιάφθορος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάφθορος, -ον)
1. ο μη διεφθαρμένος, ο καθαρός, ο αγνόςαδιάφθορος χαρακτήρας»)
2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διαφθαρεί
3. (για άρχοντες, δικαστές, υπαλλήλους κ.λπ.) αυτός που δεν παρασύρθηκε με δώρα, χρήματα και άλλα μέσα σε παράβαση ή μη εκτέλεση του καθήκοντός του, αδωροδόκητος, αδέκαστος
αρχ.
άφθαρτος, αναλλοίωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαφθείρω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀδιαφθορία.