ακαμάτης

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)
1. φυγόπονος, οκνός, νωθρός
«ακαμάτρα γυναίκα»
παροιμ. «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» (γιατί παντρεύονται εύκολα)
2. (δέντρο) που δεν καρποφορεί
«ακαμάτικο δέντρο»
ως ουσ.
1. ο κηφήνας
2. βλαστάρι του κλήματος χωρίς σταφύλια
3. αφύτευτος χώρος ανάμεσα στις πρασιές
4. σφήνα ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς του ανεμόμυλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ουσ. κάματος.
ΠΑΡ. ακαμασιά, ακαματερός, ακαματεύω.
ΣΥΝΘ. ακαμάτευτος ΙΙ, ακαματόσκυλο].