αλάργα

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

και αλάργου επίρρ.
1. (για απόσταση) μακριά, από μακριά
2. (για χρόνο) σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου κάπου, σιγά σιγά
3. Ναυτ. ανοιχτά του πελάγου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. Επιρρ. φράση alla larga «στο ανοιχτό πέλαγος».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργαθε, αλαργένω, αλαργεύω, αλαργιά, αλαργινός, αλάργος, αλαργωπός.
ΣΥΝΘ. αλαργοξορίζω, αλαργοπέφτω, αλαργοσβήνω, αλαργοφάνταχτος].