αλαργεύω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω
2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι
3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάργα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη].