αλυχτομανώ
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
(-άω)
1. αλυχτώ, γαβγίζω με μανία
2. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυχτώ + β΄ συνθ. -μανώ. ΠΑΡ νεοελλ. αλυχτομανητό, αλυχτομανιό].