αμφικλύζω
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
ἀμφικλύζω (Α)
περιβρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κλύζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίκλυστος.