ανάκληση
From LSJ
η (Α ἀνάκλησις) ἀνακαλῶ
νεοελλ.
1. κλήση για επιστροφή, επαναφορά, επάνοδος
2. άρση, ακύρωση, ματαίωση
3. επαναλαμβανόμενη πρόσκληση («ανάκληση επί σκηνής»)
αρχ.
1. επίκληση
2. προσαγόρευση, χαιρετισμός
3. κάλεσμα με κραυγές
4. παράγγελμα για υποχώρηση.