αναδέχομαι
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Greek Monolingual
(Α ἀναδέχομαι)
αναλαμβάνω την υποχρέωση για κάτι, γίνομαι εγγυητής, εγγυώμα
μσν.- νεοελλ.
δέχομαι στην αγκαλιά μου το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, γίνομαι ανάδοχος, νονός
αρχ.
1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι
2. υποκύπτω, υπόκειμαι
3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι
4. δέχομαι, αποδέχομαι
5. αναλαμβάνω να πω ή να κάνω κάτι, την ευθύνη για κάτι, ή να ικανοποιήσω κάποιον
6. παίρνω πίσω
7. αναμένω, περιμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δέχομαι.
ΠΑΡ. αναδοχή, ανάδοχος
αρχ.
ἀναδοχεύς, μσν. ἀναδεξιμαῖος, νεοελλ. αναδέκτης αναδεκτός].