αναριεύω

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Greek Monolingual

ανάριος
1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω
2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω
3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω
4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον
5. μετατοπίζομαι για να γίνει αραίωση, κάνω τόπο.