ανασπώ
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
ἀνασπῶ (-άω) (AM)
έλκω προς τα πάνω, ανασύρω
μσν.
1. διεκδικώ, ζητώ δικαστικώς να αποκτήσω κάτι
2. επιτυγχάνω κάτι δικαστικώς
3. μέσ. α) απομακρύνομαι
β) προέρχομαι
αρχ.
1. παίρνω με τη βία, αρπάζω
2. (για πλοία) σύρω στην ξηρά
3. τραβώ, ξεριζώνω
4. ρουφώ με απληστία
5. συντρίβω, καταστρέφω
6. αποσύρω, τραβώ προς τα πίσω
7. μιλώ νευρικά με τρόπο σπασμωδικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σπώ.
ΠΑΡ. αρχ. ανάσπασις, ανασπαστήριον, ανασπαστός
νεοελλ.
ανασπαστήρας].