αναψύχω

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

ἀναψύχω)
Ι. ενεργ.
1. ψυχραίνω, δροσίζω
2. ανακουφίζω, ξεκουράζω
3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον
4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν
II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι.