ανελίσσω
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
ἀνελίσσω κ. -ίττω (Α)
1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω
2. αναπτύσσω, αναλύω
3. μελετώ, ερμηνεύω
4. κάνω κάτι να κινηθεί προς τα πίσω, κινώ (πόδα)
5. κάνω να στρέφεται, περιστρέφω
6. μτφ. περιδινώ, οδηγώ εδώ κι εκεί, διαμορφώνω με τρόπο περίπλοκο.