ανθρωπόθυμος

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

ἀνθρωπόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει γενναιότητα, ευψυχία ανθρώπου, ο γενναίος σαν άνθρωπος (Πλούταρχος).