αξιωματικός

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀξιωματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ' αυτά
2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικών
νεοελλ.
Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των αντίστοιχών του) και άνω
2. βαθμοφόρος οποιουδήποτε σώματος με στρατιωτική οργάνωση
3. όποιος ανήκει στο Τάγμα κάποιου παρασήμου
II. φρ. «αξιωματική αντιπολίτευση» — το πρώτο κόμμα (με τους περισσότερους βουλευτές) της Αντιπολίτευσης μέσα στη Βουλή
αρχ.
(για λόγο ή αίτηση) ικετευτικός, παρακλητικός
το αρσ. ως ουσ. αξιωματικός
ο αξιωματούχος, αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα.