απαλλοτριώνω

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek Monolingual

(Α ἀπαλλοτριῶ, -όω)
νεοελλ.
αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω
2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ
3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω, ξεχωρίζω
β) αλλάζω, μεταβάλλω.