αποθηκάριος
From LSJ
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
Greek Monolingual
ο αποθήκη
νεοελλ.
1. ο υπεύθυνος, ο εντεταλμένος για την εποπτεία, τη διαχείριση της αποθήκης
2. στρ. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με τη φύλαξη και διανομή στρατιωτικού υλικού ή τροφίμων στους οπλίτες.