αποκόπτω

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

κ. -κόβω κ. -κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω)
1. κόβω εντελώς, πέρα-πέρα
2. απομακρύνω
3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω
4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή
μσν.- νεοελλ.
1. εμποδίζω
2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω
3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος
4. (για το γάλα του θηλασμού) σταματώ
5. αποτιμώ
μσν.
1. κατασφάζω
2. σταματώ κάτι
αρχ.
Ι. ελαττώνω
II. (-ομαι)
1. θρηνώ χτυπώντας το στήθος με τα χέρια
2. (για περιόδους του λόγου) τερματίζομαι απότομα
3. φρ. «ἀποκόπτομαι τὰ γεννητικά» — ευνουχίζομαι
5. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀποκεκομμένος
ο ευνούχος.