Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
κ. -κραίνω (AM ἀπομακρύνω, Μ κ. -κραίνω)
οδηγώ κάποιον ή κάτι μακριά
μσν.- νεοελλ.
πηγαίνω μακριά, ξεμακραίνω
νεοελλ.
1. αποσύρω
2. εκτοπίζω, αποπέμπω
3. κρατώ κάποιον μακριά, τον αποφεύγω.