αποφαίνομαι
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
Greek Monolingual
(AM ἀποφαίνω κ. -ομαι)
(-ομαι)
1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου
2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω
2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις
3. παριστάνω, παρουσιάζω
4. καταγγέλλω
5. παρουσιάζω λογαριασμό για κάτι ή πληρώνω χρήματα σύμφωνα με λογαριασμό
6. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι, διορίζω
8. φρ. «ἀποφαίνω παῖδας» — τεκνοποιώ
II. (-ομαι)
1. επιδεικνύω, παρουσιάζω
2. επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη
3. συμβουλεύω
4. ορίζω
5. φρ. «ἀποφαίνομαι γνώμην» — διακηρύσσω ή εκφέρω την γνώμη μου.