ασχημάτιστος

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσχημάτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος
2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος
αρχ.
(στη ρητορική) ο χωρίς ρητορικά σχήματα, απλός, απέριττος.