αφομοιώνω

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source

Greek Monolingual

(AM ἀφομοιῶ, -όω)
κάνω κάτι ή κάποιον όμοιο με τον εαυτό μου
νεοελλ.
1. (ως οργανισμός) απορροφώ, κάνω αφομοίωση
2. (για γνώσεις, μαθήματα κ.λπ.) κατανοώ απόλυτα
αρχ.
1. καθιστώ ή κάνω κάτι όμοιο με άλλο
2. συγκρίνω, παραβάλλω
3. απεικονίζω, ζωγραφίζω κάποιον
4. απομιμούμαι, αντιγράφω.