αἰδέσιμος

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰδέσῐμος Medium diacritics: αἰδέσιμος Low diacritics: αιδέσιμος Capitals: ΑΙΔΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: aidésimos Transliteration B: aidesimos Transliteration C: edesimos Beta Code: ai)de/simos

English (LSJ)

αἰδέσιμον, exciting shame or exciting respect, venerable, M.Ant 1.9 (Sup.), Aristid. 2.99J. (Sup.), Hierocl. in CA 13 p. 448M. (Comp.); c. dat., Aristid. Or. 37 (2).6; as honorary title, PFlor. 15.6 (vi AD); τοῦ προσώπου τὸ αἰδέσιμον Luc. Nigr. 26; holy, Paus. 3.5.6. Adv. αἰδεσίμως = reverently, Ael. NA 2.25.

Spanish (DGE)

(αἰδέσῐμος) -ον
• Alolema(s): αἰδέσσιμος Orph.A.1338
I 1que inspira respeto, digno de respeto, venerable Sm.Is.9.15(14), τοῖς αἰδεσιμωτάτοις τῶν βασιλέων Aristid.Or.2.99, αἰδεσιμώτερος ... οὐδὲ φοβερώτερος Hierocl.in CA 13, κούρη αἰδέσιμος Eudoc.Cypr.1.54
neutro subst. τὸ μετ' εὐνοίας αἰδέσιμον el respeto bondadoso Luc.Scyth.10, τοῦ προσώπου τὸ αἰδέσιμον = el aspecto respetable del rostro Luc.Nigr.26
c. dat. τῷ πατρί de Atenea para con Zeus, Aristid.Or.37.6, τὸ ἱερὸν πᾶσιν Paus.3.5.6, αἰδεσιμώτατον δὲ αὐτοῖς ἐκείνοις M.Ant.1.2
en pap. e inscr. tard., en fórmulas de trat. respetable, reverendo ὁ αἰδέσιμος πολιτευόμενος τῆς λαμπρᾶς καὶ λαμπροτάτης Ὀξυρυγχιτῶν πόλεως PMed.1.64.2, cf. 45.3 (ambos V d.C.), ὁ αἰδέσιμος Ἀθανάσιος PMich.612.5 (VI d.C.), τῷ αἰδεσίμῳ Κύρῳ ἐπιμελητῇ τοῦ δημοσίου λογιστηρίου POxy.125.3 (VI d.C.) en BL 1.316, cf. POxy.149.1, 126.5, 29, 136.17, 2780.12, PLugd.Bat.17.17.2 (todos VI d.C.).
2 púdico, pudoroso κρύπτοντε γάμων αἰδέσσιμον ἔργον Orph.A.1338.
II adv. αἰδεσίμως = de manera respetuosa o deferente Ael.NA 2.25, cf. Stud.Pal.20.129.9 (V d.C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
respectable, vénérable.
Étymologie: αἰδέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰδέσιμος -ον αἰδέομαι eerbiedwaardig, te respecteren.

German (Pape)

ον, ehrwürdig, Luc. Nigr. 26; τὸ ἱερὸν πᾶσιν αἰδέσιμον, Paus. 3.5.6; ehrerbietig, z.B. αἰδεσίμως ἀλλήλους ὑφίστανται τῆς ὁδοῦ, Acl. II.A. 2.25.

Russian (Dvoretsky)

αἰδέσῐμος: внушающий уважение: τοῦ προσώπου τὸ αἰδέσιμον Luc. достоинство в выражении лица.

Greek (Liddell-Scott)

αἰδέσιμος: -ον, προκαλῶν αἰδῶ ἢ σεβασμόν, σεβάσμιος, Λουκ. Νιγρ. 26: ἅγιος, ἱερός, Παυσ. 3. 5, 6. - Ἐπίρρ. -μως, μετὰ σεβασμοῦ, Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 25.

Greek Monotonic

αἰδέσιμος: -ον, αυτός που προκαλεί ντροπή ή σεβασμό, σεβάσμιος, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from αἰδέομαι
exciting shame, venerable, Luc.