βεβαιωτικός

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιωτικός Medium diacritics: βεβαιωτικός Low diacritics: βεβαιωτικός Capitals: ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: bebaiōtikós Transliteration B: bebaiōtikos Transliteration C: vevaiotikos Beta Code: bebaiwtiko/s

English (LSJ)

βεβαιωτική, βεβαιωτικόν,
A confirmatory, Epict.Ench.52, S.E.P.1.169, etc.
II βεβαιωτικόν, τό, tax paid to the government as warrantor of sales, BGU156.9 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que confirma τόπος Epict.Ench.52, τὸ ὀφεῖλον S.E.P.1.169.
2 gram. que da un sentido afirmativo ἐπίρρημα Eust.92.28, cf. 62.37, 1407.11, Sch.Er.Il.1.232, 255, Sch.D.T.105.2.
II subst. τό βεβαιωτικόν jur. tasa de caución o garantía que pagaba al Estado el comprador de tierra estatal BGU 156.9 (III d.C.).
III adv. βεβαιωτικῶς = de forma aseverativa ἀποφαινόμενοι Iren.Lugd.Haer.5.30.3 (fr.26).

German (Pape)

[Seite 440] bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. δήπου.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à consolider, propre à garantir.
Étymologie: βεβαιόω.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιβεβαιῶν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 52. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βεβαιωτικός, -ή, -όν) βεβαιωτής
ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός
νεοελλ.
γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης.